αγκλιά

αγκλιά
και αγκλία και αγκιλιά και αγλιά και αντλιά, η [αντλία]
1. μεταλλικό, ξύλινο ή δερμάτινο σκεύος με το οποίο αντλείται νερό από πηγάδι ή πηγή ή διοχετεύεται υγρό από δοχείο σε δοχείο (αλλιώς κουβάς)
2. κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που χρησιμεύει ως δοχείο για την άντληση υγρών, ιδίως κρασιού
3. ποσότητα υγρού που αντλείται κάθε φορά με την αγκλιά
4. ολόκληρη η κολοκύθα που χρησιμοποιείται ως δοχείο (αλλ. νεροκολόκυθο, φλασκί).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άγκλισμα — και άγλισμα, το 1. άντληση, λήψη νερού, κρασιού κ.λπ. με την αγκλιά 2. κένωση, άδειασμα (νερού από πηγάδι, κρασιού από βαρέλι κ.λπ.) 3. γεν. καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού από τις σκόνες, μάντρας από τις κοπριές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ …   Dictionary of Greek

  • αγκλιστήρι — και αγλιστήρι, το η αγκλιά* (1). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. αντλητήριον. Ο μετασχηματισμός κατά τα παράγωγα των ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • αγκλούπα — η η αγκλιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού ουσ. αγκλούπι πρβλ. κουρούπα, κουρούπι] …   Dictionary of Greek

  • αγκλούπι — το η ξερή κολοκύθα, κομμένη κατά μήκος στα δύο, που χρησιμοποιείται ως όργανο για την άντληση υγρών (αλλιώς αγκλιά) …   Dictionary of Greek

  • αγλιά — η βλ. αγκλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”